Οχι λόγια, μόνο praksis

praksis

Την Πέμπτη 3/11 προχωρήσαμε σε παρέμβαση στα γραφεία της PRAXIS, ενάντια στον ανθρωπισμό των Μ.Κ.Ο. με συνθήματα στους τοίχους, κείμενα και τρικάκια . Στη συνέχεια προχωρήσαμε σε πορεία προς τη Βικτώρια.

Οι δημοσιέυσεις πως η παρέμβαση έγινε για τα γραφεία της Ελληνικής Αγωγής που στεγάζονται στο ίδιο κτίριο είναι ψευδής 

Ακολουθεί το κείμενο της παρέμβασης :

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΚΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ/ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ/ΤΡΙΕΣ
Δεν χρειάζονται λόγια, μόνο PRAKSIS

Η ΜΚΟ PRAKSIS ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί προγράμματα για «ευπαθείς κοινωνικά ομάδες» το 1996. Βασικοί ιδιώτες χρηματοδότες της είναι τα ιδρύματα Νιάρχου και Λάτση, οι οποίοι ως γνωστόν δεν κοιμούνται τα βράδια αν δεν κάνουν μια αγαθοεργία για τους πτωχούς την ημέρα.

Συνυφασμένη με τις προσταγές της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και της Ε.Ε., όσο και αν προτάσσει το αντίθετο, έχει αναλάβει σημαντικά κομμάτια διαχείρισης των μεταναστών και διαμεσολάβησης μεταξύ αυτών και των θεσμών. Όπως την εποπτεία προσωρινής δομής φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων στη Λέσβο, με σκοπό την αποσυμφόρηση ανάλογης πτέρυγας στο κέντρο κράτησης της Μόριας και τον κατευνασμό της οργής των μεταναστών, έπειτα από εξέγερση των έγκλειστων εξαιτίας της παρατεινόμενης αναίτιας κράτησής τους.

Έχει βρεθεί, επίσης, στο κέντρο κράτησης μεταναστριών του Ελληνικού. Μια διοικητική φυλακή γνωστή για τις άθλιες συνθήκες κράτησης και τις συχνές διαμαρτυρίες των μεταναστριών για την επ’ αόριστο παραμονή τους, όπως η απεργία πείνας της Sanaa Taleb που διεκδίκησε την ελευθερία της ενάντια στην εκδικητική της κράτηση και την προσπάθεια απέλασής της. Στις 13/4/16 οι φυλακισμένες μετανάστριες στο κέντρο κράτησης Ελληνικού ξεκίνησαν απεργία πείνας με αίτημα την απελευθέρωσή τους, μία απεργία πείνας που έληξε πέντε μέρες αργότερα. Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ημερών ήρθαν αντιμέτωπες με τις πιέσεις και τον εκφοβισμό των μπάτσων (κλείδωμα των κελιών τους τη νύχτα, απαγόρευση  παραλαβής αντικειμένων από τα επισκεπτήρια κ.α.), μία τακτική όμως που δεν επέφερε το επιθυμητό γι αυτούς αποτέλεσμα, καθώς αρκετές μετανάστριες συνέχισαν. Τη Δεύτερα 18/4, ημέρα λήξης της απεργίας πείνας, τις επισκέφτηκαν δικηγόροι της Praksis που προσπάθησαν να κατευνάσουν κάθε αγωνιστική τους διάθεση. Τους πρότειναν να είναι υπομονετικές, ότι στο εξάμηνο θα είναι ελεύθερες και πως με τη δική τους συμβολή η κατάσταση θα αλλάξει, πράγμα που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Παράλληλα επιχείρησαν τον εκφοβισμό τους, λέγοντάς τους πως με τη δράση τους δυσχεραίνουν τη θέση τους, διακινδυνεύοντας την παράταση της παραμονής τους στο κέντρο και την πιθανή απέλασή τους.

Η ίδια ΜΚΟ ακολούθησε αντίστοιχους εκφοβισμούς και στο λιμάνι του Πειραιά, όπου χιλιάδες πρόσφυγες/μετανάστες παρέμειναν για μήνες στοιβαγμένοι/ες σε άθλιες συνθήκες, σε σκηνές και στις αίθουσες αναμονής στις πύλες Ε1, Ε2, Ε3 και την ενδιάμεση πέτρινη αποθήκη που ήταν χρόνια σε αχρηστία. Όταν για λόγους ελέγχου των μεταναστών και των αλληλέγγυων η αστυνομία σφράγισε την είσοδο της πύλης Ε2, με αποτέλεσμα οι μετανάστες/τριες να πρέπει να περπατάνε χιλιόμετρα για να φτάσουν στις σκηνές τους, μέλη της Praksis ανέλαβαν να νουθετήσουν άτακτους νεαρούς μετανάστες, οι οποίοι αρνούμενοι το νέο μαρτύριο στο οποίο τους υπέβαλαν πηδούσαν τα κάγκελα της κλειστής πύλης παρά τις απειλές λιμενικών και μπάτσων. Οι ειρηνοποιοί της Praksis τούς εξήγησαν ότι το κλείσιμο της πύλης είναι για το καλό τους για να μην μπαίνει και βγαίνει ανεξέλεγκτα όποιος θέλει στο λιμάνι, όπως άτομα που θα θελήσουν να τους κάνουν κακό. Ταυτόχρονα, τους επισήμαναν ότι η συνεχιζόμενη παραβίαση της κλειστής πύλης και η απουσία αστυνομικού ελέγχου θα μπορούσε να προκαλέσει τη βίαιη αντίδραση του λιμενικού ή της αστυνομίας και ποινικές κυρώσεις για τους ίδιους.

Στην Ειδομένη η συγκεκριμένη ΜΚΟ ανέλαβε εξαρχής την καταγραφή των προσφύγων/μεταναστών στον αυτοσχέδιο υπαίθριο συνοριακό καταυλισμό, που έγινε σύμβολο της απόγνωσης αλλά και του αγώνα των εκτοπισμένων ενάντια στα σύνορα, τους φραγμούς και τη λογιστική τους διαχείριση. Όταν έγινε η πρώτη επιχείρηση αστυνομικής εκκένωσης, τα μέλη της Praksis υπέδειξαν στις δυνάμεις καταστολής σημεία που είχαν καταφύγει-κρυφτεί μετανάστες/πρόσφυγες, κατέδωσαν τους πρωταίτιους του πρώτου αποκλεισμού των σιδηροδρομικών γραμμών και διαχώρισαν σε λίστες ανά εθνικότητες τους μετανάστες/πρόσφυγες προσφέροντάς τις στις αρχές, εξυπηρετώντας τον αστυνομικό σχεδιασμό σταδιακής απομάκρυνσης πρώτα όσων προέρχονταν από αφρικανικές χώρες και το Αφγανιστάν πριν την οριστική εκκένωση του καταυλισμού.

Στην περίοδο που διανύουμε έχει αναλάβει (με το αζημίωτο από ευρωπαϊκά κονδύλια) ένα πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου κατοικίας για πρόσφυγες. Η πολιτική της ευρώπης-φρούριο, των σφραγισμένων συνόρων για τους μετανάστες/πρόσφυγες, των φραχτών, των ΝΑΤΟικών περιπολιών στο Αιγαίο, της πρόσφατης θεσμικής και επιχειρησιακής αναβάθμισης του FRONTEX, της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για άμεσες επαναπροωθήσεις, έχει ήδη υπολογίσει την πολύχρονη παραμονή στον ελλαδικό χώρο 50.000 και πλέον εκτοπισμένων. Για 20.000 εξ αυτών, αφού έχει εγκριθεί η αίτησή τους για άσυλο (κυρίως Σύρων δηλαδή) θα επιδοτηθεί η ενοικίαση σπιτιών ή πεπαλαιωμένων ξενοδοχείων, μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων. Τη διαχείριση του προγράμματος έχει αναλάβει η PRAKSIS, ενισχύοντας το κοινωνικό της προσωπείο πλάι στα ευρώ που ρέουν. Ακόμα κι αυτό όμως τσαλακώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, όταν δεκάδες μετανάστριες με παιδιά προχώρησαν σε πολυήμερο αποκλεισμό των κεντρικών της γραφείων, στην οδό Στουρνάρη στην Αθήνα, απαιτώντας παροχή στέγης, γιατί ζούσαν σε πλατείες και κοιμόντουσαν σε παγκάκια, ενώ η αίτησή τους για άσυλο είχε εγκριθεί.

Είναι βέβαιο ότι τα παραπάνω αποτελούν κάποια μόνο από τα «Έργα και Ημέρες» της οργάνωσης και πολλά άλλα έχουν μείνει αφανή. Πάντα για λογαριασμό των θεσμών και των ανθρωπιστικών τους πολιτικών για τους πρόσφυγες/μετανάστες και τις άλλες «ευπαθείς ομάδες», πάντα στο πλευρό των κατασταλτικών μηχανισμών για τη διευκόλυνση του έργου τους και βέβαια, πάντα με το αζημίωτο.
Οργανώνοντας την ”πολιορκία”

Από το 2015, οπότε αρχίζει να κορυφώνεται η μετακίνηση μεγάλων κομματιών πληθυσμού από την Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική προς τον “ευρωπαϊκό παράδεισο”, μέχρι και σήμερα έχει διαμορφωθεί μια ιδιαίτερη συνθήκη για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Με μια θαυμάσια αντιστροφή της πραγματικότητας, η κυρίαρχη προπαγάνδα μάς λέει πως  οι δυτικές κοινωνίες “ξαφνικά” βιώνουν τον κίνδυνο από “ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές”, νιώθουν την απειλή της “πολιτισμικής επιμειξίας”, βρίσκονται σε “καθεστώς πολιορκίας” από ορδές εξαθλιωμένων και κυνηγημένων… Μάλιστα κάποιοι που καθημερινά καταναλώνουν καρκίνο και τοξίνες με πρωτοκοσμική ευχαρίστηση φτάνουν να μιλάνε για “υγειονομικές βόμβες”…

Και ενώ λοιπόν οι κυνηγημένοι και οι εξαθλιωμένοι, που εγκαταλείπουν τις χώρες τους κατά βάση με τον φόβο του θανάτου από τους πολέμους και την ερήμωση (περιοχές της Ασίας), τη λεηλασία και τον τρόμο (περιοχές της Αφρικής), είναι αυτοί που βιώνουν μια καθημερινή πολιορκία από το θάνατο και τη δυστυχία, εμφανίζονται ως αυτοί που πολιορκούν την ευρωπαϊκή κανονικότητα…

Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει κεντρικό ρόλο στην ισοπέδωση των περιοχών αυτών είτε με τη συμμετοχή της σε πολεμικές επιχειρήσεις, είτε στηρίζοντας ντόπιους ηγεμόνες, είτε ασκώντας το ευγενές σπορ των επενδύσεων… Η δολοφονική της πολιτική όμως δεν σταματά στις χώρες αυτές, συνεχίζεται ως τα ευρωπαϊκά σύνορα, ως την ευρωπαϊκή ενδοχώρα: επεκτείνεται εναντίον αυτών που προσπαθώντας να γλυτώσουν από τη βαρβαρότητα ψάχνουν καταφύγιο στα ευρωπαϊκά εδάφη. Η αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ ολοκληρώνει έναν κύκλο καταστολής και καταπίεσης των «περισσευούμενων» πληθυσμών. Η οικοδόμηση της «Ευρώπης-Φρούριο» ενάντια σε όσους και όσες δεν χωρούν στα σχέδια των ευρωπαίων ηγεμόνων, εδώ και χρόνια απαιτεί επενδύσεις κονδυλίων δισεκατομμυρίων ευρώ, στις περιφράξεις και την καταστολή, σε στρατιωτικές δυνάμεις και τεχνολογικό εξοπλισμό τελευταίας γενιάς. Τα χερσαία σύνορα της Ευρώπης (και κυρίως της Ελλάδας) οχυρώθηκαν με φράχτες και μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή, ενώ τα θαλάσσια σύνορα της Μεσογείου και του Αιγαίου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) μετατράπηκαν σε υγρούς τάφους για χιλιάδες μετανάστες και μετανάστριες.

Στην τωρινή συνθήκη “πολιορκίας” και “έκτακτης ανάγκης”, η ευρωπαϊκή αντιμεταναστευτική πολιτική, οργανώνεται με το να ενσωματώσει και να διευρύνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς με βάση την καταγωγή, το φύλο, τη θρησκεία. Οι φράχτες και οι στρατιωτικές περιπολίες στις πόλεις και τα σύνορα, οι αστυνομικοί έλεγχοι και τα στρατόπεδα “φιλοξενίας”/κράτησης/εκτοπισμού αρχίζουν να γίνονται σημείο αναφοράς στην καθημερινότητα, αρχίζουν να εισέρχονται στη σφαίρα μιας κανονικότητας… Μιας κανονικότητας που μπορεί ταυτόχρονα να κρύβει τον κανιβαλισμό της πίσω από προσωπεία ανθρωπισμού, να κρύβει το αίμα, τα όπλα και τα στρατόπεδα πίσω από ασκήσεις φιλανθρωπίας.

Οι βίαιες και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών προς τα ευρωπαϊκά σύνορα γίνονται σημείο μιας συνολικής διαχείρισης που απαιτεί έναν ευρύτατο πολιτικό-στρατιωτικό συντονισμό για τον έλεγχο και την καταστολή τους: από την παρουσία του (αναβαθμισμένου πλέον) Frontex και του ΝΑΤΟ στα σύνορα, τη δημιουργία στρατοπέδων και hot spots, τη “διεθνή συνεργασία” (συμφωνία E.E.-Τουρκίας), τους μαζικούς πνιγμούς “άτυχων” μεταναστών (ως εικόνα αποτροπής για τους επόμενους που θα θελήσουν να περάσουν τα σύνορα)  και βέβαια την ενεργοποίηση όλων των θεσμών και των ΜΚΟ στην από κοινού ”διαχείριση του προβλήματος”. Ο “ανθρωπισμός” της ΕΕ δεν είναι μια αντίφαση στη στρατιωτική-αστυνομική διευθέτηση του “προβλήματος”, αλλά μια δομική της συμμαχία.

Αγοράζοντας πόνο…

Οι ΜΚΟ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του διευρυμένου κράτους, της ονομαζόμενης “κοινωνίας των πολιτών”, με κεντρικό τους ρόλο τη διαχείριση βασικών ζητημάτων που αφορούν στις λεγόμενες “ευπαθείς ομάδες”. Εμφανίστηκαν δυναμικά στο προσκήνιο ως παράμετρος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, των ανθρωπιστικών πολέμων και της βιοπολιτικής διαχείρισης κάθε είδους κρίσεων, την εποχή του περάσματος από το “κράτος πρόνοιας” στο “κράτος ασφάλειας”, με αφετηρία τη δεκαετία του 1980 και με μεγαλύτερη δυναμική τη δεκαετία του 1990. Ήρθαν για να καλύψουν αυτό το “προνοιακό κενό”, “την αδυναμία της αγοράς και του δημόσιου τομέα να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες και τις αβεβαιότητες της εποχής και μακριά από ιδεολογικές περιχαρακώσεις” (όπως οι θιασώτες τους αναφέρουν) μετατρέποντας -και εντέλει ιδιωτικοποιώντας- ζητήματα κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού σε υποθέσεις ηθικής στάσης, δικαιωμάτων και συνεργασίας κράτους-κοινωνίας-αγοράς.

Ταυτόχρονα, η εμφάνιση των ΜΚΟ ήρθε ως κίνηση να ενσωματώσει εντός του συστήματος τα όποια άτυπα/αδιαμεσολάβητα δίκτυα αλληλοβοήθειας είχαν στηθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες των προηγούμενων χρόνων, αλλά και να ενσωματώσει μέσα σε λογικές ηθικής-λογικής διαχείρισης του καπιταλιστικού κόσμου διάφορες διεκδικήσεις και αγώνες (π.χ. αγώνες ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος).

Την ίδια στιγμή λοιπόν που ο καπιταλιστικός κόσμος στηνόταν ολοένα και επιθετικότερα, οι ΜΚΟ ήρθαν να μιλήσουν τη γλώσσα της απόσυρσης, της ηττοπάθειας και του συμβιβασμού. Να γεννήσουν αυταπάτες πως αυτός ο κόσμος δεν χρειάζεται ξεθεμελίωμα αλλά συνεργασία, έλεγχο και ορθολογικότερη κατανομή της λεηλασίας, να διασώσουν τα ανθρωπιστικά προσχήματα σε ήδη απάνθρωπες συνθήκες. Να γιατί οι ΜΚΟ αποτελούν δομικό κομμάτι της εξελισσόμενης βαρβαρότητας.

…και πουλώντας αυταπάτες (και ριζοσπαστισμό)

Οι έννοιες της “κοινωνικής προσφοράς”, της “παροχής βοήθειας και ανακούφισης σε ευπαθείς ομάδες”, του εθελοντισμού κτλ, που αποτελούν την ιδεολογική βάση των ΜΚΟ, έχουν διασυνδεθεί με τις έννοιες της “υγιούς κοινωνικής δράσης” και ταυτόχρονα με την έννοια της “υγιούς εναλλακτικής επιχειρηματικής δράσης”. Με αυτήν την έννοια οι ΜΚΟ δεν πουλάνε απλά μια εικόνα για τον εαυτό τους: κατασκευάζουν μια ολόκληρη θεώρηση για την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, οι οποίες δεν είναι πλέον χειραφετητικές κοινωνικές διεργασίες μεταξύ ίσων, αλλά ασκήσεις φιλανθρωπίας προνομιούχων, ένας ανθρωπισμός  που διατηρεί την ιεραρχία του «ανώτερου» δότη και του «κατώτερου» δέκτη.

Επιπλέον, οι ΜΚΟ πουλάνε παραγωγικότητα για να αγοράσουν ματαιότητα:  το ότι αυτό το φιλάνθρωπο έργο παράγεται μέσα σε “συνθήκες έκτακτης ανάγκης” και καταφέρνει “να απαλύνει τον πόνο” κάποιων, αποκρύπτει την “ανικανότητα” να απαλύνει τον πόνο όλων, αποκρύπτει τις πραγματικές αιτίες του πόνου και έτσι απομακρύνει τη δράση από τις αιτίες των ζητημάτων (από το ίδιο το σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης) και σημασιοδοτεί ως σημαντικότερη τη δράση για την “επούλωση των πληγών”. Την ίδια στιγμή η επιμονή στην ανάδειξη του μεγέθους του “προβλήματος” (όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό) δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να δίνει σάρκα και οστά στη ματαιότητα και την ηττοπάθεια για αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν και τον καταστατικό τους μύθο: μπροστά στο μέγεθος της αβεβαιότητας της εποχής και των προβλημάτων, μόνο η συντονισμένη δράση κρατών-εταιρειών και κοινωνίας μπορεί να δώσει μια λύση. Οι ΜΚΟ δεν είναι η εικόνα μιας “αλληλέγγυας κοινωνίας σε δράση”, είναι το βασίλειο της κουλτούρας της ανάθεσης. Αντίθετα, η αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη που προωθεί τους κοινούς αγώνες ντόπιων-μεταναστών είναι αυτή που ποινικοποιείται, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την καταστολή των 3 καταλήψεων στέγασης προσφύγων στη Θεσσαλονίκη αυτό το καλοκαίρι και το μπαράζ στοχοποίησης και ενοχοποίησης αλληλέγγυων δομών στα νησιά “υποδοχής” από το σύνολο των ΜΜΕ.

Βιομηχανίες ανθρωπισμού

Ένας ακόμη βασικός μύθος για τις ΜΚΟ είναι η ανιδιοτέλεια και η ανεξαρτησία τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια βιομηχανία σε ανάπτυξη που ξεπλένει δισεκατομμύρια δωρεών και καθαρίζει το πρόσωπο διάφορων επιφανών δωρητών και επιχειρηματικών ομίλων. Και καθώς η εθελοντική βάση αυτών των οργανώσεων μικραίνει και αυξάνεται ο όγκος των έμμισθων εργαζόμενων, οι ιδιωτικοί ή κρατικοί χορηγοί αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για τη συνέχιση της ύπαρξης των ΜΚΟ και  μπορούν να κατευθύνουν άμεσα ή έμμεσα το έργο και τη δράση τους. Τα ιδιωτικά κεφάλαια κατευθύνονται προς εκείνες τις ΜΚΟ που έχουν ”κατάλληλη” εσωτερική διάρθρωση, είναι σε συνεννόηση με τις αρχές, λειτουργούν εντός του υποδεδειγμένου πλαισίου, είναι ευέλικτες και αποτελεσματικές ως προς το έργο που αναλαμβάνουν. Από την άλλη, ο πακτωλός των χρημάτων που δίνει η ΕΕ στις ΜΚΟ για τη διαχείριση των “μεταναστευτικών ροών” και την παροχή ανθρωπιστικού έργου υποδεικνύει την πλήρη εναρμόνισή τους με τις βασικές αντιμεταναστευτικές στρατηγικές της ΕΕ. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που οι συμβάσεις που δίνουν προς υπογραφή στους/στις υπαλλήλους τους εμπεριέχουν ως απαράβατο όρο την εχεμύθειά τους σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες και συνεννοήσεις, αλλά και τους στόχους και το ρόλο που κάθε φορά αναλαμβάνουν.

Το χαρωπό πρόσωπο των δεσμοφυλάκων

Από την άνοιξη του 2015 (οπότε άρχισε να εντείνεται στο Αιγαίο η μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών) οι ΜΚΟ αυξήθηκαν αριθμητικά και αναδείχθηκαν σε κύριους διαχειριστές του μεταναστευτικού μαζί με το στρατό και την αστυνομία. Αποτελούν το πολιτικό και βοηθητικό προσωπικό των κέντρων κράτησης, διαμορφώνοντας το ανθρωπιστικό προφίλ του κράτους και συντηρώντας τις συνθήκες στρατωνισμού. Ο ρόλος τους αφορά στη διαχείριση των προσφύγων/ μεταναστών σε όλα τα επίπεδα, από τις βασικές τους ανάγκες μέχρι και τη διαδικασία ασύλου αλλά και τη διαμεσολάβηση μεταξύ των θεσμών και των μεταναστών με σκοπό την απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των κέντρων κράτησης/εκτοπισμού. Για τη διαφύλαξη αυτή είναι συχνή και η συνεργασία με τους άλλους δυο φορείς (αστυνομία-στρατός), αποτελώντας πολλές φορές έναν επιπλέον κατασταλτικό μηχανισμό. Είτε με πιο ευθύ τρόπο, υποδεικνύοντας-“καρφώνοντας” όσους μετανάστες αντιδρούν στις συνθήκες κράτησης ή εκτοπισμού, είτε με πιο έμμεσο λειτουργώντας πολλές φορές “πυροσβεστικά” ανάμεσα σε αυτούς και τους θεσμούς (υπουργεία, κρατικές υπηρεσίες, κατασταλτικοί μηχανισμοί)  για τον έλεγχο των εντάσεων, καλλιεργώντας παράλληλα κλίμα φόβου και ματαιότητας στους/στις μετανάστες/τριες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στους “χώρους φιλοξενίας” αποκαλύπτονται από τους ίδιους τους “φιλοξενούμενους” και σχεδόν ποτέ από τους -έμμισθους και μη- φιλάνθρωπα εργαζόμενους των ΜΚΟ. Η αορατότητα των μεταναστών είναι προϋπόθεση για τη λειτουργία τόσο των στρατοπέδων όσο και του έργου των ΜΚΟ.

Αναρχικοί/ές, αντιεξουσιαστές/τριες, αντιφασίστες/τριες
Για την αλληλεγγύη στους/στις μετανάστες/τριες.